- ανάρρινον
- ἀνάρρινον, το (Α) [ρις]1. χόρτο δριμύ στη γεύση, το κάρδαμο2. φυτό αντίρρινον (κατά τον βοτανικό Διοσκορίδη)3. αυτό που προκαλεί φτάρνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνάρρινον — nose smart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)